λασιόθριξ

λασιόθριξ
λᾰσῐό-θριξ, τρῐχος, , ,
A shaggy, Opp.H.4.369, Nonn.D.38.359, Orph.Fr.169.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λασιόθριξ — ο, η, και λασιότριχος, η, ο (Α λασιόθριξ, τριχος και λασιότριχος, ον και λασιοτριχής, ές) αυτός που έχει πυκυά μαλλιά, δασύτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + θριξ (< θρίξ «τρίχα»), πρβλ. δασύ θριξ, λευκό θριξ. Ο τ. λασιότριχος <… …   Dictionary of Greek

  • λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… …   Dictionary of Greek

  • λασιοτριχής — λασιοτριχής, ές (Α) βλ. λασιόθριξ …   Dictionary of Greek

  • λασιότριχος — η, ο (Α λασιότριχος, ον) βλ. λασιόθριξ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”